- ιπποσιδηρόδρομος
- ομεγάλο όχημα που συρόταν από ίππους πάνω σε τροχιές, ιππήλατος τροχιόδρομος.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. ιταλ. ippoferrovia < ippo (πρβλ. ίππος) + -ferrovia «σιδηρόδρομος». Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στο Ελληνικόν Λεξικόν τών Γ. Π. Λασκαρίδου και Λ. Μυριανθέως].
Dictionary of Greek. 2013.